- πυματηγόρος
- πυματ-ηγόρος, zuletzt sprechend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πυματηγόρος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυματηγόρος — ον, Α αυτός που μιλά τελευταίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύματος «έσχατος, τελευταίος» + ηγορος (< ἀγορά / ἄγορος), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. βουλ ηγόρος)] … Dictionary of Greek